- πρώρα
- η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Ατο πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερόνεοελλ.(κατ' επέκτ.) το πρόσθιο μισό τμήμα τού πλοίου και ιδίως τού καταστρώματοςαρχ.1. η άκρη, το ακραίο τμήμα τού κλήματος2. (κατά τον Ησύχ.) πρόσωπο3. φρ. (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... κραδίας» — μπροστά από την καρδιά μου (Αισχύλ.)β) «ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει δικαίωμα σπονδής (Σόφ.)γ) «μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου» — η πρώρα τού πλοίου τής ζωής, δηλ. η πρώτη νιότη (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρῷρα παράγεται από το θ. τής λ. πρών (< *πρώ-F-ων, βλ. λ. πρών, πρώτος) με υγρό ένθημα -r- και επίθημα -ja και έχει σχηματιστεί, με συναίρεση, είτε από έναν τ. *πρώ-αιρα (< *πρω-F-αρ-ja, πρβλ. χίμ-αιρα) είτε από τ. *πρώ-ειρα (< *πρω-F-ερ-ja, πρβλ. πί-ειρα). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. pūr-va «ο πρώτος, ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. prŭvŭ «ο πρώτος». Τέλος, ο τ. πρῴρη έχει σχηματιστεί κατά το πρύμν-η, ενώ το νεοελλ. πλώρη, με ανομοιωτική τροπή τού -ρ- σε -λ-].
Dictionary of Greek. 2013.